1 κοβᾱλίκευμα
κοβᾱλίκευμα, τό, = κοβαλεία; Ar. ἐν πανουργίᾳ τε καὶ ϑράσει καὶ κοβαλικεύμασι Equ. 332.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κοβᾱλίκευμα